Πρόγραμμα Ανάπτυξης Δεξιοτήτων Ζωής

ΚΚ Ναυπλίου, 2019. ΟΙ ΈΓΚΛΕΙΣΤΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΑΝ ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ. Μέρος Β΄

Στην πύλη του Κ.Κ. Ναυπλίου η φύλακας διαμαρτυρότανε, «αυτό δεν έχει ξανασυμβεί». Όντως. Έξω από την πύλη είχαν μαζευτεί πολλοί. Γύρω στις 6 δια-μελισμένες οικογένειες, μαμάδες και παιδιά, περίμεναν να τους επιτρέψουν να μπουν μέσα, να βρεθούν στη γιορτή που είχαν ετοιμάσει οι φυλακισμένοι μπαμπάδες για τα παιδιά τους. Κάποιες μαμάδες είχαν έρθει από την Αθήνα, άλλη από την Κόρινθο, άλλη από την Σπάρτη, άλλη από την Πάτρα, άλλη από την Αμαλιάδα…

Μερικά παιδιά αντίκρυζαν για πρώτη φορά αυτό το μεγαλεπίβολο κιτρινωπό κτήριο με τις κοφτές γωνίες και τα παράθυρα στη σειρά, με τις απαγορευτικές πύλες, με το φυλάκιο, μετέωρο να κρέμεται απειλητικά από ψηλά. Και τι βαριές πόρτες!

-«Τι να είναι αυτό το μεγάλο σπίτι που ζει ο μπαμπάς;»

Πέρασαν τον έλεγχο και έφτασαν στο προαύλιο που τους περίμεναν οι φυλακισμένοι μέσα από τα σίδερα. Ένας από αυτούς,  ο μπαμπάς.

-«Γιατί μένει εδώ ο μπαμπάς και δεν έρχεται σπίτι;»

Μια σοβαρή, δύσκολη ερώτηση που κάθε γυναίκα – σύζυγος φυλακισμένου πρέπει να προετοιμαστεί να απαντήσει σε αυτήν την εύλογη απορία του παιδιού της.

Οι μπαμπάδες που περίμεναν περίπου τρεις μήνες για αυτήν την ευτυχή ημέρα, στέκονταν μέσα από τα κάγκελα σε ένα εσωτερικό προαύλιο, μπροστά από την αίθουσα του σχολείου. Στο σημείο εκείνο της φυλακής για πρώτη φορά είδαν τη γυναίκα τους και το παιδί τους να φτάνουν σε αυτόν τον περίεργο χώρο του εγκλεισμού τους. Είχαν βουρκώσει όλοι τους. Τόση έλλειψη και τόση προσμονή για αυτήν τη μέρα. Χαρά και πίκρα, μια αγκαλιά σφιχτή, όλο συναίσθημα.

-«Κα Άλκηστις, αγκαλιάζω το κοριτσάκι μου, το φαντάζεσαι»;

Πέρασαν στην αίθουσα του σχολείου όλοι χέρι χέρι, και ένα ζευγάρι, ο Σπύρος με τη γυναίκα του, και το μικρό παιδί τους, περίπου 2 ετών, ήταν σφιχταγκαλιασμένοι από την αρχή της συνάντησης μέχρι το τέλος.  Μόλις έμπαιναν όλοι, θα άρχιζε η γιορτή. Ήταν 12 παιδιά, από δύο χρονών μέχρι έφηβοι, αγόρια και κορίτσια. Ελάχιστα παιδιά από αυτά που είχαν προσκληθεί, δεν  ήρθαν. Ακόμα κάποιοι έγκλειστοι έβλεπαν το θέμα αλλιώς.

«Δεν θέλω να με δει μες στη φυλακή το παιδί μου».

Κι όμως αυτός μαζί με τους άλλους μπαμπάδες προετοίμαζαν εδώ και αρκετόν καιρό τη γιορτή.  Κάποιοι νεότεροι στην ηλικία έγκλειστοι που δεν είχαν παιδιά και άλλοι που είχαν παιδιά και δεν θα ερχόντουσαν, εργαζόντουσαν για τους άλλους. Αυτή η κοινή διαδικασία και προσπάθεια τους ένωσε περισσότερο από κάθε άλλο και έδωσε χαρά σε όλους.

-Ένιωσα σαν να είχα και εγώ παιδιά, σαν να ήταν δικά μου, είπε ο Λεωνίδας.

-Κι εγώ σκεπτόμουνα τα τρία μου παιδιά στο Πακιστάν που έχω χρόνια να τα δω, μια μέρα θα τα δω, δεν μπορεί. Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα πολύ, μου λείπανε, αλλά τόκανα με την καρδιά μου, είπε ο Καίσαρας.

Ο Καίσαρας μάλιστα πριν να αρχίσει η γιορτή πήρε χρωματιστά υφάσματα και τα έβαλε στα γύρω τραπέζια δένοντας φιόγκους. Ήταν καλόγουστος και έδινε σημασία στα χρώματα και σε κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να διακοσμήσει το χώρο.

 Θα τους έλεγαν παραμύθια καθώς και ιστορίες από τη ζωή τους. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχαμε διασκεδάσει αρκετά ακούγοντας ιστορίες από την παιδική τους ηλικία που είχαν σχέση με ζώα. Ο ένας έβοσκε πρόβατα, ο άλλος είχε ένα άλογο, ο άλλος έπιανε βατράχια, έναν τον χτύπησε μια κατσίκα και του κόπηκε η γλώσσα…. Παιδικές αναμνήσεις από τον καιρό της ξεγνοιασιάς και της ελευθερίας τους. Ορισμένοι προσπάθησαν να μάθουν να αφηγούνται παραμύθια. Και ομολογουμένως τα κατάφεραν πολύ καλά. Και ο Βασίλης, που στην αρχή ένιωθε άβολα, μετά αφηγήθηκε ένα παραμύθι του Τριβιζά. Και ο Κέλλυ διασκεύασε μόνος του ένα παραμύθι με το ποντίκι και τον μυλωνά, και ο Νιχάτ,  που συχνά φιλοσοφεί προκειμένου να ξεπεράσει τις απώλειες της ζωής του στη Συρία, αφηγήθηκε ένα παραμύθι. Αφηγήθηκαν και άλλοι, ο Έντι, ο Αντώνης, ο Ντριτάν, ο Γιώργος, ο Κώστας, κι αν πείτε για τον Κλεάνθη!!!

-«Μα είχα κάνει υποκριτική. Ήμουνα ηθοποιός».

Εκτός από τα παραμύθια θα τραγούδαγαν,  θα χόρευαν, εκτός των άλλων θα τους έδιναν και τα κουλουράκια, που είχαν φτιάξει οι ίδιοι εκείνη την εβδομάδα με πολλή χαρά και χιούμορ :

-«Αν τόξερα ότι μου αρέσει τόσο να φτιάχνω κουλουράκια, θα είχα γίνει φούρναρης και θα είχα γλυτώσει τη φυλακή…».

Οι περισσότεροι είχαν πολύ καιρό να δουν τα παιδιά τους, μερικοί μάλιστα δεν τα είχαν δει καθόλου. Από τη μέρα που μπήκαν μέσα και έγιναν «έγκλειστοι», ξεκόπηκαν από τα παιδιά τους και εκείνα ξεκόπηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη από την αγκαλιά του πατέρα τους. Έμεινε η μητρική αγκαλιά, λεηλατημένη και αυτή, άλλοτε θυμωμένη, καθώς επωμίστηκε όλες τις ευθύνες της οικογένειας, και άλλοτε μελαγχολική. Ήταν άραγε εύκολο μια γυναίκα να αντέξει τις νέες συνθήκες που προέκυψαν στη ζωή της; Χωρίς άντρα, ίσως χωρίς χρήματα, ίσως με την επίθεση των συγγενών για τα κατορθώματα του συζύγου της, ίσως με δικηγόρους, ίσως με ανεκπλήρωτες τις επιθυμίες της για ένα άγγιγμα, ίσως με το επιθετικό μάτι της κοινωνίας στραμμένο επάνω της, ίσως με αγριεμένα τα παιδιά της, που ξεσπάνε επάνω της όχι μόνο για την έλλειψη και στέρηση του πατέρα, αλλά και την απαξίωση που εισπράττουν από τη μικροκοινωνία τους.

-« Μπαμπά πότε θα έρθεις σπίτι;»

Άκουσα να ρωτάει ένα κοριτσάκι τον πατέρα του και να κρεμιέται στο λαιμό του. Εκείνος κάθισε σε βαθύ κάθισμα δίπλα της, της χάιδευε τα μαλλιά και της μιλούσε για πολλή ώρα. Της χαμογελούσε συνεχώς.

Να που οι νόμοι στέρησαν σε αυτό το κοριτσάκι το δικαίωμα να απολαμβάνει την αγκαλιά του πατέρα του. Να που ο επιβεβλημένος σωφρονισμός του πατέρα, δεν είναι σώφρων για το παιδί καθώς καταπατά παντελώς ορισμένα δικαιώματά του.  Θα μπορέσει άραγε το ίδιο το παιδί μεγαλώνοντας να ξεπεράσει αυτά τα βιώματα και τις ελλείψεις; Ή μήπως αυτή τη στιγμή «κατασκευάζεται» ένας θυμωμένος αυριανός άνθρωπος, που θα είναι δύσκολη η ζωή για αυτόν και τους γύρω του; Ερωτήματα με γνωστές απαντήσεις λόγω ερευνών, ωστόσο ας αναλογιστούμε μήπως δημιουργούμε μια καταραμένη κοινωνική αλυσίδα…

Αντιθέτως, ένας διευθυντής φυλακών πολυτελείας στη Νορβηγία, όταν τον ρώτησαν αν είναι δίκαιο να παρέχουν τόσα πολλά σε ένα φυλακισμένο, αυτός απάντησε απλά:

-«Mα θέλετε θυμωμένους ανθρώπους όταν θα βγούνε έξω»;

Απέφευγε αυτήν την κοινωνική αλυσίδα που η τωρινή κατάσταση ζωής προκαθορίζει και το μέλλον.

-Μήπως το ίδιο ισχύει και με τα παιδιά  που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα;

Μπήκαμε στην αίθουσα του σχολείου που ήταν γιορτινή. Όλα τα μάτια ήταν βουρκωμένα και μερικοί δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ο διευθυντής συγκινημένος, δεν ήθελε να μιλήσει. Έτσι καλωσόρισα εγώ τις μαμάδες και τα παιδιά. Ήθελα να μιλήσω για να πω στα παιδιά πόσο οι μπαμπάδες τους μας μιλάνε κάθε μέρα για αυτά, πόσο τα αγαπάνε και πόσο τους λείπει η οικογένειά τους. Πόσο νοιάζονται για μάνα και παιδί ή παιδιά και πόσο ταπεινώνονται που δεν μπορούν κάτι να τους προσφέρουν. Η αγάπη, όταν υπάρχει, ΥΠΑΡΧΕΙ, δεν σβήνεται πίσω από τα σίδερα. Το αντίθετο μάλιστα. Επίσης ήθελα να τους πω πόσο θετικά είδε ο διευθυντής τη γιορτή. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια αφάνταστη ευαισθησία για τα παιδιά και δέχτηκε να γίνει η γιορτή, παρόλο που με κάθε άνοιγμα της πόρτας μπορεί να ελλοχεύει και ένας κίνδυνος.

Οι έγκλειστοι είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους ακόμα και για την εμφάνισή τους. Πραγματικά ήταν άψογοι σε όλα από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία. Πήραν τα χαρτιά με τους στίχους των τραγουδιών και τραγούδησαν ως χορωδία, μετά αφηγήθηκαν γνωστά παραμύθια, μετά είπαν προσωπικές ιστορίες από την παιδική τους ηλικία. Τα παιδιά ζωγράφισαν σε ένα χαρτί του μέτρου στο πάτωμα όλα μαζί. Δυο μόνο κρατούμενοι πήγαν και ζωγράφισαν μαζί τους. Πολύ όμορφες ζωγραφιές με δέντρα, σπίτια, ζωάκια… Ένα μωράκι μουντζούρωνε, ενώ ο μπαμπάς του χάϊδευε με αφάνταστη τρυφερότητα τη μαμά του. Ένα παιδί ζωγράφισε όλη του την οικογένεια. Κρατιόντουσαν στο σχέδιο χέρι χέρι. Και ο μπαμπάς μαζί. Ναι. Εκείνη τη στιγμή ήταν όλοι μαζί.

Συνέχισαν οι έγκλειστοι και χόρεψαν  μπροστά στα παιδιά καλαματιανό, το «μήλο μου κόκκινο». Είχαν προσπαθήσει με τη γυμνάστρια Δέσποινα Διακάκη να μάθουν να το χορεύουν. Δυσκολεύτηκαν αρκετά. Αμέσως μετά πήραν κάτι μεγάλες κούκλες που είχαν φτιάξει οι ίδιοι από πλαστικά μπουκάλια απορρυπαντικών πλυντηρίου και ξανά «μήλο μου κόκκινο», χόρεψαν οι κούκλες σε όλο το χώρο.

Οι έγκλειστοι τραγούδησαν τα κάλαντα. Πήραν τα παιδιά τους και πήγαν στο προαύλιο όπου τους έδειξαν το τεράστιο γκράφιτι που είχαν φτιάξει στον τοίχο με τη δασκάλα τους, την εικαστικό Μάγδα Μάρα. Γύρισαν στην τάξη, μοίρασαν δώρα – βιβλία στα παιδιά τους και κεράστηκαν. Τους πρόσφεραν τα σακουλάκια με τα κουλουράκια που είχαν φτιάξει με τα χεράκια τους.

Ο αποκλεισμός τους έκανε όλους πολύ τρυφερούς. Είχες την αίσθηση ότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να αγγίξουν το παιδί τους. Ακούμπησαν με τα δάχτυλά τους τρυφερά το πρόσωπό του παιδιού τους, τα μαλλιά τους. Δεν το πίστευαν. Τα χάϊδεψαν, τα κοίταξαν στα μάτια, ένιωσαν τα χείλια τους στο πρόσωπό τους. Μα τι προνόμια μπορούσαν να είχαν σήμερα στη ζωή!!!

-«Ποιος ξέρει πότε θα ξανάρθει άνθρωπος εδώ στα Πομακοχώρια», μου είχε πει κάποτε ένας γέρος Πομάκος την στιγμή που φεύγαμε όλη η ομάδα του διαπολιτισμικού προγράμματος από ένα Πομακοχώρι, την Κοτύλη. Και αυτοί ζούσαν τότε πίσω από μια μπάρα και εξόριστοι μακριά από την κοινωνία, χωρίς επισκέπτες, απομονωμένοι στη μοναχική ζωή τους. Και εμείς φύγαμε.

-«Ποιος ξέρει πότε θα ξανα-ακουμπήσει ο πατέρας το παιδί και το παιδί τον πατέρα», σκέφτηκα. Μαμάδες και παιδιά φύγανε.

Και οι μπαμπάδες μείναν μέσα. Και τα παιδιά αναζητάνε καθημερινά τον πατέρα και δεν μπορούν να καταλάβουν το γιατί δεν  είναι εκεί. Μήπως δεν τα αγαπάει; Μήπως τα εγκατέλειψε; Μήπως κάνανε κάτι και τα τιμωρεί; Μήπως δεν θα γυρίσει ποτέ;

Και οι μπαμπάδες τώρα μέσα από τα σίδερα, έπρεπε να τους δουν να φεύγουν και εκείνοι να μένουν εκεί, ακίνητοι και παγωμένοι. Με ευτυχία μέσα τους και με απέραντη θλίψη. Χαμογελαστοί και συγκλονισμένοι. Με δάκρυα και πληγές. Με δάκρυα και χαρές.

Η πόρτα έκλεισε βαριά. Αυτό το κλείσιμο ήταν το ίδιο ηχηρό όπως εκείνη τη μέρα, όταν πρωτομπήκαν. Όσοι έγκλειστοι δεν είχαν παιδιά και παρόλα αυτά πρόσφεραν σε αυτήν τη γιορτή, ένιωσαν μέσα τους μια ικανοποίηση και μια πληρότητα, χωρίς να νιώσουν την ασφυξία του αποχωρισμού. Όσοι όμως είχαν παιδιά, εκτός από την ασφυξία που τους διακατείχε, κράτησαν την αίσθησή των παιδιών τους, τη μυρουδιά τους, την υφή των μαλλιών τους, την απαλότητα στα χεράκια τους και εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκαν. Όσα σίδερα και να σε κρατάνε, μπορείς να ονειρεύεσαι και να λες ότι έζησες μια μέρα…. και ίσως στο μέλλον… 

Περισσότερες Πληροφορίες; Επικοινωνήστε μαζί μας

Video

Φωτογραφίες


Μάγδα Μάρα-Διαθλάσεις